Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2009

Ήχοι και "νότες" στα κρουστά. Εκφραστική δυνατότητα

Τα κρουστά δεν μπορούν να παραγάγουν νότες, να φτιάξουν τόνους, ημιτόνια οκτάβες, κλπ, με τον τρόπο που τις παράγουν μελωδικά όργανα όπως ένα πιάνο, μια κιθάρα, ένα βιολί κ.ο.κ. Με εξαίρεση τα κλασικά κρουστά (τυμπάνια, ξυλόφωνα, μεταλλόφωνα κλπ), στα κρουστά που μας απασχολούν εδώ, κυρίως διακρίνουμε δυο ήχους, τα μπάσα και τα πρίμα, δηλαδή τις χαμηλές και τις υψηλές συχνότητες. Υπάρχουν ενδιάμεσοι ήχοι και ηχοχρώματα στο δέρμα, ήχοι από πιατίνια ντέφια κλπ, οι οποίοι συχνοτικά είναι ακαθόριστης τονικότητας, ή ήχοι που παράγονται με διάφορους χειρισμούς όπως το «σλάπ» ή το σούρσιμο, αλλά μέχρι εκεί, οι δυο ακρογωνιαίοι λίθοι είναι τα μπάσα και τα πρίμα. Και αυτό δεν είναι παράδοξο. Τα κρουστά δεν είναι μελωδικά όργανα, αλλά ρυθμικά, δηλαδή από τα τρία θεμελιώδη συστατικά της μουσικής: Ρυθμός – Μελωδία – Αρμονία, τα κρουστά κυρίως αναφέρονται και εκφράζονται με τον ρυθμό και ότι αυτό μπορεί να συνεπάγεται.

Βεβαίως και παράγουν κάποιον τόνο, κάποια νότα και αυτό αλλάζει με το κούρδισμα, όμως αυτό όταν δεν είναι ελεγχόμενο, μάλλον ενοχλεί και αποπροσανατολίζει τους άλλους μουσικούς, οπότε σ’ αυτές τις περιπτώσεις καλύτερα να προτιμώνται ουδέτερα όργανα ακαθόριστης τονικότητας.

Επίσης, μπορούμε να παραγάγουμε μια υποτυπώδη μελωδία, με διαστήματα τετάρτης ή πέμπτης ή περισσότερα, με κρουστά κουρδισμένα κατάλληλα, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στα κόνγκας, και σε αυτές τις περιπτώσεις η προσπάθεια των κρουστών να αρθρώσουν μελωδία έχει μια ιδιαίτερη αξία και γοητεία, και είναι ένα ακόμη όπλο στα χέρια του δημιουργικού μουσικού, μαζί με τις ρυθμικές αξίες, τις δυναμικές, τον συνδυασμό διαφόρων ήχων κλπ.

Αρκετά όμως με τη θεωρία, ας περάσουμε στους βασικούς ήχους για το τουμπελέκι και όχι μόνο…

Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2009

Θέση: Πως πιάνουμε το τουμπελέκι. Τα βασικά χτυπήματα - ήχοι

Η Θέση
Το τουμπελέκι (για τους δεξιόχειρες) τοποθετείται στον αριστερό μηρό και στηρίζεται με τον αγκώνα (φωτογραφία). Στην αρχή μας φαίνεται λίγο δύσκολο και μας γλιστράει, αλλά με τον καιρό το σώμα και τα χέρια βρίσκουν την βέλτιστη θέση τους και δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Τα χέρια μας βρίσκονται στην πάνω πλευρά σε περίπου ορθή γωνία με τη βίδα στη μέση. Έτσι διατηρούμε τον έλεγχο στο παίξιμό μας και είναι η πιο φυσική θέση που μπορούμε να πάρουμε. Το να παίζουμε το τουμπελέκι απομακρυσμένα πάνω στο γόνατο, ή να τοποθετούμε τα χέρια οριζόντια το ένα αντίκρυ στο άλλο, ή να το παίζουμε ανάμεσα στο πόδια σαν Τζέμπε, δεν είναι και οι πιό ενδεδειγμένες θέσεις.

Τα χτυπήματα:
Το "ντουμ"
Ο πρώτος βασικός ήχος για το τουμπελέκι αλλά και για όλα τα κρουστά είναι ο ήχος "ντούμ" δηλαδή ο κύριος ήχος ενός παλλόμενου δέρματος, ο κύριος ήχος στα μεμβρανόφωνα κρουστά. Στο τουμπελέκι λέγεται "ντουμ", στα αφροκουβανέζικα "open" (ανοιχτό χτύπημα) κ.ο.κ. Παράγεται με το δεξί χέρι (για τους δεξιόχειρες, για τους αριστερόχειρες αντίστροφα) επίπεδο, με ενωμένα τα δάχτυλα το οποίο κρούει το δέρμα κινούμενο κάθετα προς αυτό κατά τέτοιο τρόπο που οι άκρες των δαχτύλων να φτάνουν περίπου στο κέντρο του κύκλου του δέρματος, δηλαδή κατά κάποιο τρόπο το τσάκισμα της παλάμης γίνεται πάνω στο στεφάνι του οργάνου. Ο ήχος "ντουμ" δηλαδή δεν παράγεται από την κεντρική περιοχή της μεμβράνης, αλλά στο διάστημα μεταξύ κέντρου και περιφέρειας. Το ίδιο ισχύει και για όλα τα όργανα αυτού του τύπου που παίζονται με την παλάμη (ντέφι, μπεντίρ, τζέμπε, μπόγκος, κόνγκας κλπ.).
Ο ήχος "ντουμ" πρέπει να είναι σφιχτός και ευκρινής. Είναι ο βασικός ήχος και ενώ στην αρχή δεν βγαίνει καλά (συνήθως λόγω σφιγμένου και αδέξιου χεριού), με την συνεχή άσκηση και αυτο-διόρθωση αυτό επιτυγχάνεται.
Το χέρι μας πρέπει να είναι χαλαρό και να κινείται ολόκληρο αρμονικά , δεν βάζουμε μόνο καρπό, ούτε μόνο βραχίονα, ούτε μόνο παλάμη.
Τα πρίμα
Ο δεύτερος ήχος είναι τα πρίμα δηλαδή τα "τακ" ή "τεκ" ή "τεκε" ή όπως θέλετε πείτε τα. Τα πρίμα είναι αυτά του δεξιού χεριού και του αριστερού χεριού. Στο δεξί χέρι τα πρίμα παράγονται βασικά από τον δεξιό παράμεσο ή και από τα τρια δάκτυλα (δείκτης-μέσος-παράμεσος) μαζί για πιο δυνατό ήχο. Η θέση και η κίνηση του χεριου είναι η ίδια όπως και στο "ντουμ", μόνο που τώρα το χέρι αποτραβιέται προς τα πίσω για να χτυπήσει την άκρη του δέρματος κοντά στο στεφάνι με την άκρη των δακτύλων (με το μαλακό μέρος - τα "μήλα" που λέμε), προσοχή δεν χτυπάμε το κότσι στην τελευταία φάλαγγα, στην άθρωση γιατί θα μας πρηστεί!
Το αριστερό "τακ" βγαίνει χτυπώντας πάλι τον παράμεσο αφού πρώτα τον επιταχύνουμε φρενάροντάς τον στιγμιαία στον αντίχειρα (σαν να κάνουμε "όπα!"), για να "σκάσει" κι αυτός στην άκρη του δέρματος κοντά στο στεφάνι. Τα χτυπήματα των πρίμων πρέπει κι' αυτά να είναι ευκρινή και σιγά σιγά θα πρέπει να αποκτήσουμε και τον έλεγχο της δύναμής μας ούτως ώστε να μπορούμε να παίζουμε κατά βούληση σιγά ή δυνατά ή μεσαία κλπ. Δηλαδή να παίζουμε μουσικά.
Μ' αυτά τα τρία βασικά χτυπήματα θα παίξουμε τουμπελέκι. Όταν κατακτήσουμε τα βασικά, θα βάλουμε κι' άλλα δάκτυλα, θα δουλέψουμε με τις δυναμικές, τις τρίλλιες, τις επερείσεις κ.ά. στολίδια. Πρώτα όμως πρέπει να θέσουμε τις σωστές βάσεις, και οι σωστές βάσεις τίθενται πάντα στην αρχή...

Τρίτη 13 Μαΐου 2008

Τα διάφορα Μπεντίρ

Το μπεντίρ δεν μπορεί να πει κανείς ότι χαρακτηρίζει και ότι είναι οργανικά δεμένο αμιγώς με την ελληνική μουσική παράδοση. Συναντιέται κυρίως στις αραβικές χώρες της βόρειας Αφρικής αλλά και στην οθωμανική μουσική παράδοση όπου με τον βαθύ και επιβλητικό ήχο του αποτελεί μαζί με άλλα κρουστά μουσικά όργανα (νταραμπούκες, ρέκ, νταούλια, ζίλια κ.ά.), βασικό όργανο της ρυθμικής βάσης αυτής της μουσικής. Στις μέρες μας, το μπεντίρ, χρησιμοποιείται ευρέως μέσα από μια "έθνικ" αντίληψη για τη μουσική σε πολλές σύγχρονες παραγωγές και πολλά μουσικά σχήματα το εντάσσουν στον ήχο τους και τα εκφραστικά τους μέσα, ούτως ώστε πιά να θεωρείται και να είναι ένα "δικό μας" όργανο.
Αν το δει κανείς πιο πλατιά, δεν είναι παρά ένα ακόμα όργανο της οικογένειας του αρχαίου ελληνικού "τύμπανου", της πιο διαδεδομένης μορφής κρουστού ανά τους αιώνες και ανά τον κόσμο, δηλαδή ένα κυλινδρικό ρηχό στεφάνι με τεντωμένο επάνω του ένα δέρμα.
Σ' αυτή την κατηγορία, αλλά με την προσθήκη κυμβάλων (ζίλια), ανήκουν και το ηπειρώτικο ντέφι, οι νταϊρέδες, αλλά και τα κάθε είδους "ντέφια" που συναντάει κανείς στην περιοχή μας, αλλά και τα διάφορα "frame drum" ανά τον κόσμο . Το μπεντίρ δεν διαθέτει ζίλια, σε πολλές όπως περιπτώσεις, εφαρμόζεται πάνω στο δέρμα μια χορδή από πλαστικό ή άλλο υλικό, η οποία του προσδίδει ένα χαρακτηριστικό ήχο "τριξίματος".
Το δέρμα του όπως και στο τουμπελέκι μπορεί να είναι ζωικό, από κατσίκι, ή πλαστικό για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί στην ανάρτηση για το τουμπελέκι, και μπορεί να κουρδίζεται ή όχι, υπάρχουν δε, πολλά και ποικίλα μεγέθη.
Τα παραδοσιακά μπεντίρ δεν κουρδίζονται εμπίπτοντας έτσι στις δυσκολίες των διαφορών υγρασίας, θερμοκρασίας, που εξηγήσαμε και για το τουμπελέκι και σ' αυτή την περίπτωση θα πρέπει κανείς να διαλέξει προσεκτικά ένα όργανο, γιατί με τον ήχο που έχει από "τη μάννα του", μ' αυτόν θα πορευτεί εσαεί.
Σήμερα πάντως, κυκλοφορούν στο εμπόριο μπεντίρ κατασκευασμένα από γνωστές φίρμες, τα οποία κουρδίζονται με μεταλλικά κλειδιά και καλό συνθετικό δέρμα, λύνοντας έτσι επαρκώς όλο το πρόβλημα του κουρδίσματος και του τόνου που παράγει το όργανο.
Σε ότι αφορά το μέγεθος, ένα μπεντίρ διαμέτρου 40 - 50 εκ. , είναι καλό για γενική χρήση, υπάρχουν όμως και μεγαλύτερα όργανα, έως πολύ μεγάλα, κατάλληλα για πιο εντυπωσιακούς, μεγαλύτερης διάρκειας και πιο τελετουργικούς ήχους.
(Το όργανο της φωτογραφίας είναι ένα παραδοσιακό μπεντίρ χωρίς κλειδιά 40 εκ.).
Το καλό με τα όργανα που κουρδίζουν είναι ότι μπορούμε να χαλαρώσουμε λίγο το κούρδισμα και να επιτύχουμε έτσι έναν πιο μπάσο ήχο που να προσομοιάζει μεγαλύτερο όργανο, ανάλογα με τις ανάγκες μας.
Όσο πιο βαθιά μπαίνει κανείς στον κόσμο των κρουστών και όσο ψάχνει και πειραματίζεται, όσο δηλαδή θα μαθαίνει, τόσο πιο εύκολο θα του είναι να διαλέξει ένα καλό όργανο που να εξυπηρετεί ακριβώς τις ανάγκες του και τον σκοπό για τον οποίο το θέλει. Αν είστε άπειροι, για αρχή, καλό είναι να απευθυνθείτε σε κάποιον που ξέρει, ώστε να αποφύγετε αποτυχημένες αγορές και επιτήδειους πωλητές.
Αυτά για τώρα και σε άλλη ανάρτηση θα εξετάσουμε τον τρόπο παιξίματος, το κούρδισμα κ.ά.
Γ.ΝΤ.



Το τουμπελέκι !

Τι να πρωτοπεί κανείς για το τουμπελέκι...Το συναντάμε ως "στάμνα" στη Βόρεια Ελλάδα, λόγω του ότι αυτά τα τουμπελέκια ήταν πήλινα (καμία σχέση με την σημερινή λεγόμενη στάμνα η οποία δεν είναι παρά ένα Udu) και στα νησιά του ανατολικού αιγαίου. Κυρίαρχο ρόλο παίζει στη Μικρασία όπου συνοδεύει κατ' εξοχήν ρυθμούς στους οποίους ταιριάζει το τουμπελέκι όπως: τσιφτετέλι, καρσιλαμάς, χασάπικα κ.ά. Λέγεται και τουμπερλέκι, ή ταραμπούκα ή ταρμπούκα ή τραμπούκα. Σήμερα πλέον, το τουμπελέκι στις διάφορες παραλλαγές του, είναι το κατ' εξοχήν παραδοσιακό κρουστό σε ολόκληρη την Ελλάδα. Είναι το όργανο από το οποίο θα ξεκινήσει κανείς για να μελετήσει τις ρυθμικές αξίες, τη βασική δακτυλοθεσία και τους ρυθμούς που στη συνέχεια θα εφαρμόσει και στα άλλα παραδοσιακά όργανα όπως: Ηπειρώτικο ντέφι, Νταούλι, Μπεντίρ, Νταϊρέδες, Νταουλάκια κ.ά. Είναι βολικό, εφαρμόζει στην αγκαλιά μας σαν... μωρό (ίσως γι' αυτό αρέσει πολύ και στα κορίτσια), είναι μικρό, μεταφέρεται εύκολα, και είναι και φτηνό. Έχει δηλαδή τη συνταγή της επιτυχίας.
Τα τουμπελέκια πλέον στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι μεταλλικά και χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες, τα λεγόμενα "τούρκικα" (επειδή κυρίως κατασκευάζονται στην Τουρκία και είναι το είδος που παίζαμε μέχρι πρόσφατα και στην Ελλάδα), και τα "αράβικα" (τουμπελέκια με κάπως διαφορετική κατασκευή αλλά και τεχνική στο παίξιμο που αναπτύχθηκαν και προέρχονται από τις αραβικές χώρες - Αίγυπτο, Μαρόκο, Τυνησία κ.ά.) και τα οποία λέγονται και ταραμπούκες ή αραβικές τάμπλες, στην Ελλάδα όμως έχει επικρατήσει να λέγονται απλά "αράβικα". Τα "τούρκικα" κατασκευάζονται κυρίως από χαλκό (είναι τα λεγόμενα "μπακιρένια"), και βάφονται χρυσαφί ή ασημί ή επενδύονται και με σχέδια-ζωγραφιές, και τα "αράβικα" είναι πιό χοντρά και βαριά, από κράματα αλουμινίου και άλλων μετάλλων και επενδύονται με δέρμα ή φίλντισι ή και άλλες "αραβοπρεπείς" διακοσμητικές προτάσεις. Υπάρχουν και κάποια "τούρκικα" αλουμινένια φτηνά και πανάλαφρα, τα οποία γενικά δεν είναι καλά όργανα. (Στις φωτό πάνω και από αριστερά βλέπουμε πήλινα τουμπελέκια, στη συνέχεια ένα "αράβικο" με πλαστικό δέρμα και καφετί επένδυση, και κάτω, ένα κλασσικό "τούρκικο" μπακιρένιο με χρυσαφί εμφάνιση και ζωικό δέρμα).
Σήμερα πλέον και για διάφορους λόγους, στο "εμπορικό" κομμάτι της μουσικής διασκέδασης, έχουν επικρατήσει τα "αράβικα" αλλά βαθμιαία γενικεύεται η χρήση τους και στα ελληνικά παραδοσιακά σχήματα. Οι λόγοι θα εξεταστούν πιο διεξοδικά σε άλλη ανάρτηση, αλλά κυρίως είναι πως τα "αράβικα" τουμπελέκια είναι πιο πρόσφορα για μεγάλες ταχύτητες, πιό εντυπωσιακές τρίλιες, αλλά και πιο ξεκούραστη χρήση του αριστερού χεριού (παρ' ότι στην αρχή φαίνεται πιο δύσκολο). Τα "τούρκικα" όμως σαν πιο κοντά στα δικά μας μουσικά πράγματα, συνεχίζουν να χαρακτηρίζουν την ελληνική ρυθμολογία και είναι τα πλέον ενδεδειγμένα για σοβαρές και κλασσικές εκτελέσεις ελληνικής παραδοσιακής μουσικής.
Τα δέρματα στα τουμπελέκια μπορεί να είναι από ζωικό δέρμα (συνήθως από κατσίκι) ή πλαστικό. Τα ζωικά δέρματα έχουν καλύτερο γενικά ήχο, μπορεί να "παίξει" κανείς με διάφορα πάχη και ηχοχρώματα, αλλά έχουν το μειονέκτημα ότι το ζωικό δέρμα επηρεάζεται από τα επίπεδα της υγρασίας και του ψύχους με αποτέλεσμα στους επαγγελματίες να δημιουργείται μεγάλο πρόβλημα ειδικά όταν παίζουν σε εξωτερικούς χώρους, και γενικά δεν μπορεί κανείς να έχει τον άμεσο έλεγχο του ήχου που παράγει ανά πάσα στιγμή.
Τα πλαστικά, πιο πρακτικά, επηρεάζονται ελάχιστα από το ψύχος και την υγρασία, τα κουρδίζεις και μένουν εκεί που τα κούρδισες για μεγάλο χρονικό διάστημα, ο ήχος τους όμως είναι πιο φτωχός σε αρμονικές και γενικά το ηχόχρωμά τους δεν ενθουσιάζει.
Σήμερα, κατά κανόνα στο όνομα της πρακτικότητας, έχουν επικρατήσει τα πλαστικά δέρματα. Ένας άλλος λόγος είναι πως στα διάφορα μαγαζιά διασκέδασης με μικροφωνικές συνήθως κακής ποιότητας, πολύ μικρή σημασία έχει το ηχόχρωμα και ο ιδιαίτερος ήχος του τουμπελεκιού (δεν ακούγεται παρά ένα "τακ-τουκ"), οπότε η πρακτικότητα παίζει τον πρώτο ρόλο, άλλωστε σ' αυτούς τους χώρους παίζονται αποκλειστικά "αράβικα", τα οποία είναι στάνταρ με πλαστικά δέρματα. Όμως σε επίπεδο στούντιο, και γενικά όπου η ποιότητα του ήχου προβάλει σαν επιτακτική ανάγκη και επιθυμία, τα ζωικά δέρματα, προσαρμοσμένα σε ένα καλό σφυρήλατο μπακιρένιο βαρύ τουμπελέκι, έχουν κατά τη γνώμη μου πολλή καλύτερη ηχοχρωματική απόδοση.
Μια πολύ καλή λύση, την οποία έχει ακολουθήσει και ο γράφων, είναι να έχει κανείς και από τα δυο είδη και να χρησιμοποιεί κατά το δοκούν ότι τον βολεύει και χρειάζεται κάθε φορά. Πλαστικά εκεί όπου η πρακτικότητα και η ευκολία έχει τον πρώτο λόγο, και ζωικά όπου υπάρχει ανάγκη για έναν πιό διαφορετικό και ποιοτικό ήχο.
Υπάρχουν και κάποια παραδοσιακά παλαιάς τεχνοτροπίας πήλινα τουμπελέκια (στάμνες), με ζωικό δέρμα δεμένο στην κεφαλή ή κολλημένο, που δεν κουρδίζουν καθόλου. Αυτά είναι θέμα τύχης, υγρασίας και θερμοκρασίας για το πως θα παίξουν και τι ήχο θα βγάλουν, έχουν όμως πολύ ενδιαφέροντα ήχο και αξίζει να έχει κανείς ένα τέτοιο και ας παλεύει με τις θερμοκρασίες (αερόθερμα, σόμπες κλπ.), μέχρι να φέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Υπάρχουν και κάποια ξύλινα με ζωικό δέρμα και κούρδισμα με σκοινιά, αφρικανικά όργανα, που μοιάζουν με τουμπελέκια, αλλά στην ουσία είναι μικρά Djembe (αφρικανικό κρουστό σαν τεράστιο τουμπελέκι), αλλά που σε τελευταία ανάλυση και με την ευρύτερη έννοια, μπορεί να τα πει κανείς και ξύλινα τουμπελέκια. Η τεχνική στο παίξιμό τους προσομοιάζει αυτή των "αράβικων".
Αυτά τα ολίγα (;) προς το παρόν, υπάρχουν ακόμα πολλές παραλλαγές, πολλά όργανα, πολλές λεπτομέρειες, και βέβαια υπάρχουν (το κυριότερο) οι ρυθμοί, και οι τρόποι παιξίματος.
Αγαπητοί αναγνώστες, όπως καταλαβαίνετε, έχουμε μέλλον.
Γ.ΝΤ.